ὕπουλα

ὕπουλα
ὕπουλος
extending inwards
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Очи чёрные — …   Википедия

  • κρυφοδακώ — κρυφοδακῶ, άω (Μ) 1. κρυφοδαγκάνω, δαγκάνω κρυφά, ύπουλα 2. μτφ. βλάπτω ύπουλα ή θίγω με προσβλητικούς υπαινιγμούς κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο) * + δακώ] …   Dictionary of Greek

  • μουλ(λ)ωχτός — και μολ(λ)ωχτός και μολ(λ)οχτός, ή, ό (Μ μουλ[λ]ωτός, ή, ό[ν]) [μουλ(λ)ώχνω] 1. σιωπηλός, άφωνος ακίνητος 2. αυτός που ενεργεί ύπουλα και αθόρυβα, κρυψίνους («μουλωχτό σκυλί») νεοελλ. παροιμ. «ο θεός να σέ φυλάει από μουλωχτό ποτάμι» λέγεται για… …   Dictionary of Greek

  • υποβόσκω — αμτβ., μόνο στον ενεστ. και πρτ. 1. αυξάνομαι ή δυναμώνω στην αφάνεια και ύπουλα, ενισχύομαι ενεργώντας ύπουλα: Υποβόσκει η αναταραχή στις καταπιεσμένες κοινωνίες και θα εκραγεί επανάσταση. 2. ενεργώ κρυφά, κουφοβράζω, κουφοκαίω (κυριολ. για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεπιβούλευτος — ἀνεπιβούλευτος, ον (AM) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να επιβουλευθεί κανένας αρχ. εκείνος που δεν επιβουλεύεται κάποιον άλλο, που δεν σχεδιάζει ύπουλα να βλάψει άλλον …   Dictionary of Greek

  • ανθυπέρχομαι — ἀνθυπέρχομαι (Α) 1. υπεισέρχομαι, μπαίνω κάπου αθόρυβα και ύπουλα 2. (σαν όρος της γραμματικής) μπαίνω στη θέση κάποιας άλλης λέξης ή φράσης …   Dictionary of Greek

  • διαφθονώ — διαφθονῶ ( έω) (AM) 1. εξακολουθώ να φθονώ, φθονώ ύπουλα 2. παθ. χάνω την καλή μου τύχη εξαιτίας φθόνου (Ιωσ., Ιουδαϊκή Αρχαιολ.) …   Dictionary of Greek

  • εγκιλικίζω — ἐγκιλικίζω (Α) συμπεριφέρομαι σε κάποιον σαν Κίλικας (δηλ. πονηρά, ύπουλα) …   Dictionary of Greek

  • ενεργώ — και ενεργάω (AM ἐνεργῶ, έω) [ενεργός] 1. (με εμπρόθ. προσδ. ή επίρρ.) συμπεριφέρομαι («ενεργώ κατά συνείδηση», «σωστά ενήργησες») 2. εκτελώ, διεξάγω, επιχειρώ κάτι (α. «ενεργώ έρευνα, επιθεώρηση, έφοδο» κ.λπ. β. «ἐνήργουν τά τοῡ πολέμου», Πολύβ.) …   Dictionary of Greek

  • καταχθόνιος — α, ο (AM καταχθόνιος, ον) αυτός που ζει ή υπάρχει κάτω από τη γη, υπόγειος νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που ενεργεί κρυφά για να επιτύχει κάτι, σκοτεινός, κακόβουλος, ύπουλος, ραδιούργος («καταχθόνιος άνθρωπος») 2. βλαπτικός, επιζήμιος, καταστρεπτικός 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”